- πετεινόμυαλος
- η , ο легкомысленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετεινόμυαλος — η, ο, Ν αυτός που έχει μυαλό πετεινού, ανόητος, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + μυαλό (πρβλ. κοκκορό μυαλος)] … Dictionary of Greek
πετεινόμυαλος — η, ο ανόητος, άμυαλος, κοκορόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετεινοκαύκαλος — η, ο, Ν ο πετεινόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + καύκαλο (πρβλ. χοντρο καύκαλος)] … Dictionary of Greek